- λιπόσαρκος, -η
- -ο ο αδύνατος, ο λιγνός, ο ισχνός: Δεν έχω ξαναδεί πιο λιπόσαρκο άνθρωπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιπόσαρκος — lean masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπόσαρκος — η, ο (AM λιπόσαρκος, ον) αυτός που έχει λίγες σάρκες, ισχνός, αδύνατος μσν. (για πληγή) αυτή που αφήνει οπή, ουλή αρχ. φρ. «σκῆνος λιπόσαρκον» σκελετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός)] … Dictionary of Greek
λιπόσαρκον — λιπόσαρκος lean masc/fem acc sg λιπόσαρκος lean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποσάρκων — λιπόσαρκος lean masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπόσαρκα — λιπόσαρκος lean neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπόσαρκοι — λιπόσαρκος lean masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποσαρκώ — λιποσαρκῶ, έω (AM) [λιπόσαρκος] γίνομαι λιπόσαρκος … Dictionary of Greek
ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… … Dictionary of Greek
ισχνόσαρκος — η, ο (Μ ἰσχνόσαρκος, ον) αυτός που έχει ισχνές σάρκες, λιπόσαρκος, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος, παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
καγκαινιάζω — γίνομαι ισχνός, γίνομαι λιπόσαρκος λόγω ασθενείας («καγκάνιασε το μωρό, γιατί βγάζει δόντια»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάγκανος «πολύ ξηρός»] … Dictionary of Greek